10.3.23

Εποχές

Να 'μαι πάντα Άνοιξη μου ευχήθηκες.

Και εγώ τότε ένιωσα μια πικρία για τα φθινόπωρα που αγκάλιασα, 
τα καλοκαίρια που με πρόδωσαν και τους χειμώνες που αιώνιους τους ένιωσα περιμένοντας. 

28.2.23

Έμπνευσις Καθ'οδόν

Θέλω να ξαπλώσω στο μυαλό σου.
Να σκεπαστώ με τις σκέψεις σου,
κλείνοντας τα φώτα των ενδοιασμών σου.
Θα βάλω ως αφύπνιση την επιθυμία σου,
να ξυπνήσω με τη μελωδία των ονείρων σου.
Αν όμως οι εφιάλτες σου ηχήσουν, 
ξύπνα με, μη με πλανέψεις με όνειρα μασκαρεμένα.
Πιο μαλακό το σανίδι από ένα στρώμα δανεικό, από μια σκέψη προς επιστροφή. 

7.12.22

Συν-τριβή

Ρέουν οι λέξεις σαν στάλες βροχής που γίνονται χείμαρρος και κατακλύζουν τον νου. 
Και σχηματίζουν ποτάμια-διαδρομές, ιστορίες.
Ιστορίες ειπωμένες, χιλιοειπωμένες και ανείπωτες.
Στη δύνη τους παρασέρνουν αναμνήσεις, φλόγες μισοσβησμένες, φωτιές ξεχασμένες.
Επιθυμίες παλιές, φόβους πάντα επίκαιρους.
Χάνονται μέσα στιγμές. 
Βρίσκουν διέξοδο τα καλά κρυμμένα. Και αφηνιάζουν που συναντούν ξανά τις επιθυμίες τους. 
Και χορεύουν παρέα στην ορμή έναν χορό άγριο, που μοιάζει πιο πολύ με αγώνα επιβίωσης.
Ανταμώσανε ξανά αλλά παλεύουν για το ποια θα γλιτώσουν από την ορμή. 
Όμως η ορμή δεν τα σκέφτεται, επιτελεί μόνο τον σκοπό της. Την κίνηση. 
Και όποιος καταφέρει να ακολουθήσει.
Μα με τι κόστος. 
Και όποιος μείνει πίσω. 
Μα με τι πικρία. 
Συντριβή η συνάντηση τους. 

13.11.22

Πηγαινοέρχομαι

Ποια η διαφορά του πηγαίνω και του έρχομαι;
Και ποιος ο κοινός τόπος; 
Υποθέτω η κίνηση. 
Το έρχομαι όμως δεν υπαινίσσεται μια κίνηση προς τον Άλλον;
Έρχομαι εκεί που είσαι. 
Ενυπάρχει ένα σημείο συνάντησης, ένας προορισμός. 
Τι γίνεται όμως με το πηγαίνω; 
Υπάρχει κάποιος εκεί που πηγαίνω; 
Πού πηγαίνω;

Πηγαίνοντας θα σε συναντήσω; 
Ερχόμενη θα σε βρω; 

Καμιά φορά έχω την αίσθηση ότι πηγαινοέρχομαι. 

29.10.22

Απολεσθέντα αντικείμενα

Μη ξεχάσεις να βάλεις στη βαλίτσα σου τις απουσίες.
Στρίμωξε τες μαζί με τις απώλειες, 
ανάμεσα στις αναμονές.
Κλείσε καλά τη βαλίτσα, 
μη και ανοίξει κατά το ταξίδι 
και ξεφύγει καμία.
Κουβάλησε τη μέχρι το τρένο,
κι ας σε καθυστερεί το βάρος της στο περπάτημα. 
Φτάσε με μια ανάσα στο σταθμό 
και σήκωσε τη μαζί με εσένα στο βαγόνι. 
Κι όταν φτάσεις στον προορισμό, 
μην αναρωτηθείς όταν την ανοίξεις και είναι άδεια. 
Τρέξε να δηλώσεις τα απολεσθέντα αντικείμενα. 
Κι όσο περιμένεις την εύρεση τους, 
προσπάθησε να θυμηθείς 
τι ακριβώς πήρες μαζί σου,
και τι δε χώρεσε να πάρεις. 


10.7.22

Πόρτες

Πόρτες μισάνοιχτες, με χαλασμένες κλειδαριές που τις πηγαίνει πέρα δώθε ο αέρας.

Άλλοτε σφυρίζει, άλλοτε βροντάει.

Άλλοτε ακούς το σύρσιμο, άλλοτε κοπανάνε και τρομάζεις.

Και σου έλεγα ρε γαμώτο, φτιάξε αυτές τις κλειδαριές.

Τουλάχιστον να κλειδώνουν, να μην κάνουν φασαρία από τον αέρα, να μην μπαίνουν νερά από τη βροχή.

Και τώρα μείναν έτσι.

Κι αναρωτιέμαι, γιατί δεν τις έφτιαχνα εγώ; 

Μάλλον δεν ήθελα να τις κλειδώσω.

Ίσως και να μην ήξερα από ποια πλευρά της πόρτας ήθελα να μείνω, όταν θα κλείδωνε.


15.5.22

Σκέψεις στο ρου του χρόνου

Η σκέψη που συναντά τη λέξη, που της δίνει εικόνα, ήχους και μορφή. Το πρόσωπο που συναντά στη συνέχεια η λέξη, που το γδύνει, το ντύνει, το κεντάει με προτάσεις, ήχους, υφάσματα και που αγκαλιάζει το κορμί. Ή που το σφίγγει καμιά φορά. Ή που το πονάει. Άλλοτε το ζεσταίνει, το επενδύει. 

Προτάσεις-πρόσωπα, λέξεις-σκέψεις, σκέψεις-λέξεις, λέξεις-πράξεις. Πράττω, δρω, αντιδρώ. Περιστρέφομαι και σκέφτομαι. Τι είναι δικό μου; Τι ήταν δικό μου και θέλω να το κρατήσω δικό μου. Και κάθε φορά που το ακουμπάω το δικό μου, ηρεμώ. Συνδέομαι κάπως και αυτό μου προκαλεί μια περίεργη ηρεμία. Ο τόπος μου. 

Πολλές οι σκέψεις, οι επιθυμίες και οι αναμονές. Αρκετά και τα κρατήματα και οι ματαιώσεις. Το ένα δίνει πάσα στο άλλο και προχωρώ. Προχωρώ επιθυμώντας, λαχταρώντας, κρατώντας. Αλλά και μη γνωρίζοντας και ακολουθώντας τη ροή.