22.12.18

Παίρνω το κρεμμύδι στο χέρι. Το 'χω μες την παλάμη μου. Έχω να το καθαρίσω. Είναι βασικό συστατικό στην συνταγή που καλούμαι να κάνω. Αυτή τη φορά όμως δεν έχω να βγάλω απλά τη φλούδα και να το βάλω στο μίξερ, αλλοιώνοντας τη μορφή του. Αυτή τη φορά δεν έχω να αλλάξω τη μορφή του, ξεχνώντας ή αγνοώντας το ποιά ήταν η αρχική του μορφή, το αρχικό του σχήμα.

Βγάζω στην αρχή τη φλούδα. Όλα καλά προς το παρόν. Ωστόσο ξέρω ότι σε λίγο θα αρχίσω να δακρύζω. Αλλά σκέφτομαι ότι αυτή τη φορά ίσως να μη γίνει έτσι. Σκέφτομαι ότι αυτή τη φορά το κρεμμύδι θα μου κάνει τη χάρη και δεν θα με βάλει στην διαδικασία του να κλάψω. Ξεκινάω με αυτή σκέψη και βγάζω την πρώτη στρώση. Πόσες να ΄χει πιά σκέφτομαι. Σύντομα θα τελειώσει και ίσως αποφύγω το κλάμα. Πάω στην δεύτερη στρώση. Μμμ. Τώρα λίγο τσούζουν τα μάτια μου. Αλλά δεν πειράζει. Δεν κλαίω ακόμα. Και συνεχίζω.

Και όσο συνεχίζω, αρχίζουν να βγαίνουν δάκρυα. Όσο συνεχίζω, τόσο δυσκολότερα μπορώ να τα συγκρατήσω. Και όσο συνεχίζω, ανακαλύπτω ότι όσες στρώσεις και να βγάζω, υπάρχει μια ακόμη από κάτω. Καμιά φορά κοιτάζω αλλού μπας και σταματήσει το κλάμα. Μα αυτό είναι ανώφελο. Ούτε το κλάμα σταματάει. Ούτε μπορώ να συνεχίσω να βγάζω τις στρώσεις αν δεν κοιτάω το κρεμμύδι.

Και κάθε στρώση και δάκρυα.
Και κάθε στρώση και απορία. Απορία για το πόσες ακόμα στρώσεις έχει αυτό το κρεμμύδι.
Κάθε στρώση και σκέψη.

Σκέψη ότι μπορεί να κλαίω αλλά καθαρίζω.
Σκέψη ότι αυτή τη φορά βλέπω την πραγματική μορφή του κρεμμυδιού.
Σκέψη ότι αυτή τη φορά δεν προσπαθώ γρήγορα να το κόψω στα τέσσερα, να το βάλω στο μίξερ, να αλλοιώσω την μορφή του και εν τέλει να αποφύγω όσο γρηγορότερα γίνεται τα δάκρυα.

Σκέψη ότι πάντα ήξερα πώς είναι ένα κρεμμύδι.
Σκέψεις ότι πάντα ήξερα ότι το κρεμμύδι έχει τόσες στρώσεις.

Σκέψεις ότι αυτή τη φορά σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν είχα πλέον άλλη επιλογή πέρα από το να το δω και να το βιώσω έτσι όπως όντως είναι. Δεν είχα πλέον άλλη επιλογή πέρα από το να θυμηθώ αυτό που ήδη ήξερα αλλά πάσχιζα τόσα χρόνια να το ξεχάσω, να το αλλοιώσω.

Σκέψη ότι πάντα το κρεμμύδι έτσι ήταν και ότι δεν άλλαζε επειδή εγώ ήθελα να το δω αλλιώς, επειδή δεν άντεχα το κλάμα. Όμως ξέρεις τι;
Καθαρίζω. 

11.12.18

Νομίζω ξέρω πλέον τι είμαστε. Είμαστε η υπέρβαση. Η υπέρβαση του έρωτα, η υπέρβαση της αγάπης, η υπέρβαση της αντοχής και των ορίων, η υπέρβαση των δυσκολιών και της υπομονής. Η υπέρβαση των εαυτών μας, η υπέρβαση του χρόνου. 

6.12.18

προσπαθώντας να αγγίξουμε τον ουρανό, χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας

2.12.18

Διστακτικά ακουμπάω τα πόδια μου πάνω στο σκοινί. Προσπαθώ να καταλάβω πρώτα αν με αντέχει. Δεν ξέρω πώς να βάλω το πόδι μου. Το φοβάμαι. Φοβάμαι να μην πέσω.

Κι αν πέσω;
Όλα θα τελειώσουν;
Κι αν πέσω και δεν τελειώσουν όλα;
Κι αν πέσω και προλάβω να βάλω το χέρι μου; Να κρατηθώ από κάπου;
Υπάρχει κάτι για να κρατηθώ;

Κοιτάζω τριγύρω μου μπας και δω κάτι από το οποίο θα μπορούσα να πιαστώ. Σε περίπτωση που πέσω. Είμαι τόσο σίγουρη ότι θα πέσω. Και φοβάμαι τόσο πολύ να πέσω. Αλλά εγώ εκεί. Να θέλω να ανέβω πάνω στο σκοινί. Να θέλω να φλερτάρω με την ιδέα ότι μπορώ να πέσω.

Να θέλω να φλερτάρω με τον φόβο μου. Να τον πάρω κοντά μου. Τόσο κοντά που να νιώθω την ανάσα του στο πρόσωπο μου. Να θέλω να τον ακουμπήσω. Να νιώσω την υφή του. Να τον ψηλαφίσω, να δω να καταλάβω τι μορφή έχει, ποιό είναι το σχήμα του. Πόσο σκληρό είναι, πόσο εύθραστο είναι. Να δω αν θα πονέσει όταν θα τον ακουμπήσω. Να δω αν πληγώνεται, αν νιώθει, αν έχει κάποια τρωτά σημεία. Να δω πόσο μπορεί να υψωθεί μπροστά μου, πόσο είναι το μπόι του. Πόσο πιο ψηλός από εμένα είναι. Πόσο με καλύπτει, πόσο με σκεπάζει, πόση σκιά μου δημιουργεί όταν είναι μπροστά μου και πίσω μου.

Θέλω να δω αν η ανάσα του είναι ζεστή. Να καταλάβω αν ζει, να καταλάβω αν πεθαίνει. Θέλω να τον φέρω τόσο κοντά μου και να τον γνωρίσω. Θέλω να καταλάβω τι θέλει πια από εμένα. Ή τι θέλω εγώ από αυτόν. Δεν ξέρω ποιός κυνηγάει ποιόν. Μπορεί εγώ αυτόν. Και για κάποιο λόγο είμαι τόσο σίγουρη ότι με το που θα τον ακουμπήσω, θα εξαϋλωθεί. Με το που θα τον ακουμπήσω, θα καταλάβω ότι δεν ανασαίνει. Θα καταλάβω ότι εγώ του δίνω ανάσα. Και θα καταλάβω γιατί εμένα μου κόβεται η ανάσα. Γιατί ώρες ώρες δεν μπορώ να ανασάνω, δεν μου φτάνει ο αέρας.

Θα καταλάβω ότι είναι μια αυταπάτη. Θα καταλάβω ότι το έχω χτίσει τόσο βαθιά, τόσο καλά και γερά, ότι εχω προσπαθήσει τόσο πολύ για να το τελειοποιήσω που θα με πιάσει απόγνωση. Απόγνωση για εμένα. Τι κάνω; Γιατί να το κάνω αυτό στον εαυτό μου;

Θα καταλάβω πως εγώ είμαι το πρόβλημα. Εγώ είμαι ο φόβος. Εγώ είμαι η ζωή. Εγώ είμαι ο θάνατος. Εγώ θέλω να φοβάμαι. Εγώ θέλω να ρισκάρω. Εγώ θέλω να με τρομάζω. Και όταν τα καταλάβω όλα αυτά, τι θα κάνω; Θα ανέβω τελικά στο σκοινί; Δεν θέλω να ανέβω. Καιρό τώρα το ξέρω ότι δεν θέλω να ανέβω. Αλλά ακόμα φλερτάρω με την ιδέα. Πρέπει να μπει ένα τέλος. Πρέπει να βάλω ένα τέλος. Και ενώ το λέω αυτό, παίρνω το πόδι μου από το σκοινί, κατεβαίνω δειλά δειλά, και το κοιτάζω. Και σκέφτομαι πόσο καιρό το έφτιαχνα, πόσο χρόνια το συντηρούσα. Πόσο καιρό το ετοίμαζα. Ίσως να με δυσκολεύει το να το αποχωριστώ.

Χτες με τρόμαξα πολύ. Χτες με αιφνιδίασα. Χτες έγινα ό,τι φοβάμαι, ό,τι μισώ και σιχαίνομαι. Και όλα αυτά ήμουν εγώ. Χτες.

Σήμερα λέω να κόψω το σκοινί. Να κατέβω από τις σκάλες. Να ακουμπήσω τα πόδια μου στο πεζοδρόμιο. Να κάτσω λίγα λεπτά κάτω, να νιώσω το έδαφος. Να κοιτάξω ψηλά και να δω το σκοινί κομμένο, να κρέμεται. Να σηκωθώ, να το πιάσω από την άκρη και να το τραβήξω με ορμή κάτω στο έδαφος. Και μετά να φύγω περπατώντας.