12.9.19

Γελάω και ξεγελάω. Νομίζω πως ξεγελιέμαι. Χαρίζομαι στην θλίψη ως το μοναδικό διαμάντι, που δεν το ζήτησε ποτέ. Τα όνειρα μου άστρα σε έναν ουρανό που δεν υπάρχει. Κεντήματα σε ένα ύφασμα μισοφαγωμένο  από τον χρόνο και την αδράνεια στο πατάρι. Οι σκέψεις μου η μόνη επικύρωση της ύπαρξης. Και τα νούμερα να περνάνε σαν στιγμές μπροστά από τα μάτια μου και να χάνω το μέτρημα. Να χάνω τον χρόνο. Και η ανάγκη να με βρίσκει. Αλλά να της λέω περίμενε λίγο ακόμη. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα για να ζήσω. Και να την βλέπω, να με κοιτάει κλαμμένη και να της λέω συγχώρα με. 

13.8.19

Με κάποιους δένεις. Με άλλους μπλέκεις.
Με τους πρώτους αποχωρίζεσαι επίπονα, κόβονται κομμάτια σου που ήταν δεμένα με τα κομμάτια του άλλου. Με τους άλλους ξεμπλέκεις εύκολα και γρήγορα, ξελύνεις τους κόμπους αναίμακτα και αποχωρείς.
Με τους πρώτους υφάνατε μαζί, ο ένας με το δεξί χέρι, ο άλλος με το αριστερό, το ίδιο ρούχο. Για να το καταφέρετε αυτό, απαιτείται συντονισμός και αρμονία κινήσεων. Με τους άλλους, ούτε μπάλωμα δεν μπορείτε να κάνετε μαζί σε τρύπια κάλτσα.
Με κάποιους η σύνδεση επιτυγχάνεται αβίαστα, αυθόρμητα, απροσδόκητα. Με κάποιους άλλους όσο κοντά και να έρθετε, αισθάνεστε ένα χάσμα ανάμεσα σας. Κινείστε παράλληλα μεν, αλλά ποτέ δεν συνδέεστε, δεν υπάρχει κοινό σημείο επαφής. Αυτούς τους βλέπεις πάντα δίπλα αλλά απέναντι. Τους άλλους δεν τους βλέπεις ούτε δίπλα ούτε απέναντι, αλλά μέσα σου. Είναι αυτοί που έχετε συνδεθεί. Και κινείστε μαζί, ταυτόχρονα, σαν ένας, φορώντας το ρούχο που υφάνατε. Το φτιάξατε έτσι ώστε να χωράτε και οι δύο.
Αυτοί είναι οι δύο γραμμές που εφάπτονται. Και άντε τώρα όταν φτάσει στο τέλος του ο χρόνος επαφής, και οι πορείες τους είναι διαμετρικά αντίθετες, να τους πεις να βγει ο ένας μέσα από τον άλλον και να γίνουν δύο. Και μετά να σκίσουν το ρούχο τους για να χωριστούν, που με τόση υπομονή και αρμονία το υφάναν, και αυτό το ρούχο να γίνει ένα κουρέλι, και αυτοί να προχωρήσουν γυμνοί και μόνοι.

17.7.19

Η υποτίμηση της γυναικείας επιθυμίας

Η πατριαρχία, ως ένα σύστημα εξουσίας και σχέσεων, έχει απλωμένα τα πλοκάμια της σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής, και ορίζει το βίωμα μας και τον τρόπο ύπαρξης και συνύπαρξης μας μέσα στον κόσμο. Η πατριαρχία, με τις αμέτρητες ρητές και άρρητες εκδηλώσεις της, ριζωμένες στις αντιλήψεις και τις δράσεις, επιδρά καθημερινά πάνω μας και μέσα μας, στα σώματα μας, και αφήνει τα σημάδια της. Η πατριαρχία, έχει κανόνες. Και ένας από αυτούς είναι η υποτίμηση της γυναικείας επιθυμίας. Μέσα στην πατριαρχία, η γυναικεία επιθυμία από την μια στην καλύτερη περίπτωση υποτιμάται, στην χειρότερη αγνοείται, η αντρική επιθυμία από την άλλη, είναι η μόνη επιθυμία που όχι μόνο γίνεται αντιληπτή ως αξιοσέβαστη αλλά και επιδιώκεται η ικανοποίηση της με κάθε μέσο, με κάθε κόστος, κόστος πάνω στις γυναικείες υπάρξεις προφανώς. Η αντρική επιθυμία είναι επαρκής συνθήκη για την αγνόηση, παράκαμψη και καταπάτηση της γυναικείας φωνής και επιθυμίας, επαρκής συνθήκη για την δικαιολόγηση της παρέμβασης στα σώματα της, της παρενόχλησης, του βιασμού, της άσκησης βίας και της γυναικοκτονίας. Μπροστά στην ανδρική επιθυμία, οποιαδήποτε άλλη παραβλέπεται, παραγκωνίζεται ή ακόμα και τιμωρείται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει και δεν αναγνωρίζει ή επιβεβαιώνει την αντρική. 

Μου στέλνεις, δεν σου απαντάω. Μου ξαναστέλνεις. Μου ξαναστέλνεις και με πρήζεις γιατί αγνοείς την επιθυμία μου να μην σου απαντήσω, γιατί δεν δέχεσαι ότι κάποια δεν θέλει να σου απαντήσει, ότι κάποια σε ακυρώνει.

Σου λέω ότι δεν θέλω να κάνουμε κάτι σεξουαλικό. Με αγνοείς. Μου τραβάς το κεφάλι. Μπαίνεις μέσα μου. Και σου λέω μη. Και εσύ συνεχίζεις να με αγνοείς. Μέχρι που με βλέπεις από τον καθρέφτη ότι έχω βάλει τα κλάμματα και σταματάς. 

Κοιταζόμαστε στο μαγαζί, φλέρτάρουμε, πάω τουαλέτα να κατουρήσω και έρχεσαι από πίσω μου. Μπαίνεις μαζί μου στην τουαλέτα, μου βγάζεις το πουλί σου έξω να σου πάρω πίπα. Σου λέω ότι δεν θέλω και ότι θέλω να φύγω. Και με αγνοείς. Σου λέω ότι θα αρχίσω να φωνάζω αν δεν βγεις. Και μόνο τότε βγαίνεις. 

Σου λέω ότι θέλω να κάτσω εκεί σε αυτό που συμβαίνει και εσύ με τραμπουκίζεις για να φύγουμε. Με έχεις πάρει με το ζόρι και κατεβαίνουμε από το ταξί μόνο όταν σου λέω ότι θα πηδήξω από αυτό. Κατεβαίνουμε, φωνάζω για το ότι θέλω να είμαι αλλού και εσύ με παίρνεις με το ζόρι σπίτι σου και δεν με αφήνεις να φύγω. Την επόμενη μέρα μου λες πως θα φύγω μόνο όταν θα έρθει ο πατέρας μου να με πάρει. 

Σου λέω ότι θέλω να φύγω και με κρατάς με το ζόρι, με απειλές. 

Σου λέω ότι δεν θέλω να κάνουμε σχέση και εσύ επιμένεις πιστεύοντας ότι θα με τουμπάρεις.

Σου λέω ότι δεν θέλω να κάνουμε σεξ χωρίς προφύλαξη και εσύ με αγνοείς.

Κάνουμε σεξ από το πρώτο ραντεβού και με θεωρείς εύκολη. Η δική σου επιθυμία για σεξ από το πρώτο ραντεβού είναι μη κατακριτέα, ωστόσο αν και εγώ τυχαίνει να έχω επιθυμία για σεξ από το πρώτο ραντεβού, με θεωρείς εύκολη και πιστεύεις ότι δεν είμαι για με δεις σοβαρά. Που το σοβαρά σημαίνει να με σεβαστείς. Ακόμα δηλαδή και σε αυτήν την περίπτωση που φαινομενικά φαίνεται να εναρμονίζονται οι επιθυμίες μας, εγώ είμαι αυτή που θα κατακριθώ για την επιθυμία μου σεξ και όχι εσύ.

Σου λέω ότι έχω πάει με 15 και με θεωρείς εύκολη, ότι δεν έχω κριτήρια για να επιλέξω, ότι δεν επιλέγω, και ότι κάθομαι σε όποιον κάθεται. Υποτιμάς την κρίση μου, την ικανότητα μου να επιλέγω και να λαμβάνω δράση και όχι απλά να είμαι έρμαιο των επιθυμιών των άλλων. Αγνοείς ότι έχω λόγο πάνω στο σώμα μου. Αγνοείς την ύπαρξη της επιθυμίας μου για σεξ. Αγνοείς την γυναικεία επιθυμία για σεξ. 

Ως γνωστόν, το σεξ στην πατριαρχία είναι επικεντρωμένο στους άντρες. Τα στερεότυπα φύλου που αντιλαμβάνονται τον άντρα ως έρμαιο των παθών του και πλάσμα που είναι στη φύση του το σεξουλικό κίνητρο, ενώ η γυναίκα έχει στη φύση της την μητρότητα, την στοργή και την φροντίδα προς τον άλλον. Οι γυναίκες σύμφωνα με την πατριαρχία, δεν έχουν την ίδια ανάγκη για σεξ με τους άντρες. Το σεξ θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί μόνο όταν έχει εκσπερματώσει ο άντρας. Ο γυναικείος οργασμός δεν μας απασχολεί στην πατριαρχία και το σεξ μπορεί να είναι ολοκληρωμένο όταν τελειώνει ο άντρας. Το σεξ μπορεί να είναι σεξ, όταν υπάρχει διείσδυση. Οι λεσβίες ως γνωστόν στην πατριαρχία, δεν κάνουν σεξ, απλά τρίβονται. Το σεξ είναι σεξ υπό δύο προυποθέσεις, να υπάρχει ένα πέος που να διεισδύει και να υπάρχει μια αντρική εκσπερμάτωση. Οι άντρες δεν κατακρίνονται για την επιθυμία τους για σεξ από το πρώτο ραντεβού, οι γυναίκες όμως ναι. Οι άντρες που έχουν πάει με πολλές δεν κατακρίνονται ούτε υποτιμούνται στην πατριαρχία, οι γυναίκες όμως ναι. Η γυναίκα που της αρέσει το σεξ, κάνει σεξ από τα πρώτα ραντεβού και έχει παραπάνω σεξουλικούς συντρόφους από αυτούς που ορίζει η πατριαρχία είναι εύκολη, τσούλα, πουτάνα. Ο άντρας που του αρέσει το σεξ, κάνει σεξ από τα πρώτα ραντεβού και έχει παραπάνω σεξουαλικούς συντρόφους από την γυναίκα (γιατί στην περίπτωση των αντρών, η πατριαρχία δεν θέτει κάποιο όριο για τους άντρες όσον αφορά τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων), είτε είναι ο γαμιάς είτε απλά δεν είναι κάτι. Πάντως σίγουρα δεν υποτιμάται ούτε είναι κριτήρια όλα αυτά για να αμφισβητηθεί ο σεβασμός προς το πρόσωπό του. 

Από την άλλη, η γυναίκα που δεν θέλει να κάνει σεξ από τα πρώτα ραντεβού είτε δεν ανταποκρίνεται στις αντρικές σεξουαλικές ορέξεις, είτε θα χαρακτηριστεί ως ξενέρωτη, ψιλομύτα είτε θα πουν ότι το παίζει δύσκολη (το παίζει, δεν είναι ότι δεν θέλει, αλλά κάνει ένα παιχνίδι με επίκεντρο πάλι τον άντρα), είτε ότι είναι "καλή και σοβαρή κοπέλα" γιατί προφανώς στην πατριαρχία η σεξουαλική ζωή των γυναικών είναι κριτήριο για το ποιόν τους, όχι όμως η σεξουαλική ζωή των αντρών για το δικό τους ποιόν. Αυτές είναι οι "καλές" περιπτώσεις στην πατριαρχία. Γιατί υπάρχει και η πλευρά της σεξουαλικής παρενόχλησης, του βιασμού, της κακοποίησης και της γυναικοκτονίας που παίρνει σάρκα και οστά για τις γυναίκες που δεν έχουν την επιθυμία να κάνουν σεξ ή να σχετιστούν με κάποιον ερωτικά. 

Γιατί η πατριαρχία δεν ακούει σε γυναικεία ναι και όχι. Η αντρική επιθυμία είναι η μόνη που ακούγεται. Είτε αυτή είναι η επιθυμία για σεξ, είτε αυτή είναι η επιθυμία για μια "καλή και σοβαρή κοπέλα" που δεν δίνει το σώμα της τόσο εύκολα και που είχε όσο λιγότερους γίνεται σεξουαλικούς συντρόφους στο παρελθόν, είτε οποιαδήποτε άλλη. 

Γιατί στην πατριαρχία τα γυναικεία ναι και όχι τιμωρούνται. Είτε με την υποτίμηση, είτε με την επιβολή. 


25.5.19

Μέσα στην θάλασσα. Βουτηγμένη μέσα, βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο. Θυμάμαι είχα αρχίσει να πνίγομαι. Φώναζα για βοήθεια μα φωνή δεν έβγαινε. Ούρλιαζα από απόγνωση, μα τριγύρω μόνο θάλασσα. Θάλασσα μέχρι εκεί που χάνεται το βλέμμα στον ορίζοντα. Τίποτα άλλο. 
Και έκλεισα τα μάτια για να μην βλέπω. Έκλεισα τα μάτια, μουσκεμένα από δάκρυα, από το νερό, όλα μαζί, που δεν καταλάβαινα πια αν κλαίω ή αν απλά βρέχονται από τη θάλασσα. Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να βουλιάζω σιγά σιγά. 
Απεγνωσμένη από την αβοηθησία, από την απουσία διεξόδου, δημιούργησα μια δικιά μου σανίδα σωτηρίας. Το έχτιζα μέρα τη μέρα, στιγμή τη στιγμή, μέχρι που το πίστεψα ότι δεν πνίγομαι, ότι δεν βουλιάζω, ότι ο βυθός είναι εκεί που ανήκω, ότι η ζωή είναι ο βυθός τελικά. Και όσο περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες βούλιαζα ακόμα πιο πολύ. Και όσο πιο βαθιά πήγαινε το σώμα αφημένο, τόσο πιο σκοτεινά γινόντουσαν τα πάντα. Τόσο πιο τρομακτικά, τόσο πιο μοναχικά. 
Και εκεί που είπα να ανοίξω πλέον τα μάτια για λίγο, δεν έβλεπα. Δεν έβλεπα γιατί είχα ξεχάσει να βλέπω. Δεν έβλεπα γιατί τριγύρω υπήρχε μόνο σκοτάδι. Δεν έβλεπα γιατί προτιμούσα να βλέπω με κλειστά τα μάτια τις επιθυμίες μου και να τις αποχαιρετάω, πείθοντας τον εαυτό μου ότι είναι ανύπαρκτες, ότι η επιθυμία μου είναι εκεί που βρίσκομαι. 
Μα πώς βρέθηκα εκεί; 
Έκλεισα τα μάτια για να αποφύγω την απόγνωση και μετά που ήθελα να δω, δεν μπορούσα. 
Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εκεί; Απόγνωση. Και πάλι. 
Γιατί είμαι μόνη; Γιατί δεν βλέπω; Φοβάμαι. Θέλω να φύγω από εδώ. 
Θέλω να φύγω και το σώμα μου δεν μπορεί να με ακολουθήσει. Ξέχασα να κολυμπάω. Ξέχασα να κινούμαι. Τόσα χρόνια να βουλιάζω, το σώμα αχρηστεύτηκε. Τόσα χρόνια αρνούμενη τις επιθυμίες μου, τώρα που ένιωσα μία να με κατακλύζει, το σώμα αρνείται. Με αγνοεί, όπως το αγνοούσα και εγώ κάποτε. 
Κλαίω. Τα δάκρυα ενώνονται με το νερό του βυθού. Ένας βυθός πλημμυρισμένος από δάκρυα. Πλέον δεν βλέπω νερό γύρω μου, μα μόνο δάκρυα. Πλέον καμία ελπίδα, καμία ψευδαίσθηση, καμία φαντασιακή σανίδα σωτηρίας. 
Παραδομένη στην αδράνεια, καταδικασμένη στον βυθό, αφημένη στην καθοδική κίνηση του σώματος, φτάνω επιτέλους στον πάτο. Φτάνω στο πιο τρομακτικό, σκοτεινό και μοναχικό σημείο του βυθού . 
Ξαπλωμένη στην άμμο του βυθού, κλείνω τα μάτια, βλέποντας πλέον όσα δεν αντέχα να δω. 

Δεν θυμάμαι πόσο καιρό έκατσα εκεί. Αλλά όλον αυτόν το καιρό, το σώμα μου που νόμιζα ότι με είχε παρατήσει, ανασυγκροτούταν. 
Διασκορπισμένες οι επιθυμίες, διστακτικά πήραν ξανά τις πρώτες τους ανάσες. Καταχωνιασμένες οι ματαιώσεις, σκάλισαν τρύπες για να φανερώσουν δειλά δειλά τις υπάρξεις τους. Λησμονημένες οι ανάγκες, ψαχούλευαν δρόμους για να συναντήθουν με τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις στα κρυφά. Όλα σιωπηλά και αργά, μην τις πάρω χαμπάρι και τις σταματήσω ξανά.
Ώσπου μια νύχτα, γιατί εκεί κάτω τι μέρα τι βράδυ, όλα νύχτα ήταν, ένιωσα ένα τράνταγμα στο σώμα που με έκανε να ουρλιάξω από τον πόνο. Η άμμος, η γη κάτω απο το σώμα μου άρχισε να σείεται. Τα δάκρυα τριγύρω μου έγιναν ρεύματα νερού και με εξφενδόνισαν ψηλά. Μια ταραχή μέσα στον βυθό και το σώμα μου έρμαιο, πότε δεξιά, πότε αριστερά, αλλά όχι πια προς τα κάτω. Δεν μπορούσα να ελέγξω πια την ταραχή μέσα μου, την ταραχή μέσα στον βυθό. 
Έκανε την εμφάνιση της. Αυτό ήταν. Χρόνια κόχλαζαν μέσα οι επιθυμίες, οι ματαιώσεις και οι ανάγκες. Έπρεπε να το περιμένω. 

Όσο πιο ψηλά με πήγαινε η ορμή των δακρύων, τόσο πιο μανιασμένα τα κύματα. Εκεί που έπαιρνα ξανά τις πρώτες μου ανάσες, ερχόντουσαν κατά πάνω μου και πνιγόμουνα ξανά. Και μετά πάλι ανάσα. Και μετά πάλι κύμα. Αλλά έπαιρνα επιτέλους ανάσα. Αλλά υπήρχε επιτέλους κίνηση. 

Δεν λέω ότι δεν είμαι πληγωμένη. Γδαρμένη βγήκα από τον βυθό. Όσο προλάβαινα να δω το σώμα μου τις στιγμές πριν με πνίξουν τα κύματα ξανά, ήταν όλο σημαδεμένο, ματωμένο. Έβλεπα το αίμα και καταλάβαινα ότι αιμοραγγούσα από τον βυθό, μα όλα ήταν σκοτάδι εκεί κάτω που ούτε αυτό μπορούσα να διακρίνω. 
Ανάσα την ανάσα, ακούμπησαν τα πόδια μου άμμο αλλά αυτή τη φορά το κεφάλι ήταν πάνω από το νερό. Περπάτησα λίγο και κάθησα κάτω εκεί που ξεβράζει το κύμα. Κοίταξα την θάλασσα. Πάλι χάθηκε το βλέμμα στον ορίζοντα. Μέχρι που είδα ένα πελώριο κύμα να έρχεται. Δεν σηκώθηκα. Το περίμενα καρτερικά, να κάνει την διαδρομή του και να ολοκληρώσει το έργο του. Ήξερα ότι ήταν το τελευταίο. 
Έκλεισα τα μάτια, αφέθηκα στην ορμή του, θυμήθηκα την απόγνωση του πνιγμού. Μα αυτή τη φορά ήξερα ότι δεν θα βούλιαζα, ήξερα ότι είχα πιάσει στεριά. Το άφησα να αποχωρίσει και άνοιξα τα μάτια μου. Κοίταξα τις πληγές στο σώμα μου. Αίμα πλέον δεν κυλούσε.

14.5.19

Αδιέξοδο-Απόγνωση-Φυγή

Τοίχος μπροστά, κανένας δρόμος, καμία διέξοδος διαφυγής.
Εγκλωβισμός και απόγνωση. Καμία συνέχεια.
Ανάγκη για φυγή, ανάγκη για διέξοδο, αλλά είναι αδιέξοδο.
Απεγνωσμένη ανάγκη για φυγή. 
Νοερή φυγή. Αποκοπή από τον εαυτό και το βίωμα. Αποπροσωποίηση. 
Αποκοπή από την πραγματικότητα και το αδιέξοδο. Αποπραγματοποίηση.
Πραγματική φυγή. Αυτοκτονία. Φυγή χωρίς συνέχεια.
Απόδραση από την απόγνωση. 
Απόδραση από το αδιέξοδο. 

9.5.19

Θέλω τόσο πολύ να ζήσω που φοβάμαι τόσο πολύ ότι θα πεθάνω.
Φοβάμαι τόσο πολύ τον θάνατο που προετοιμάζομαι για αυτόν στη ζωή.
Μην και μου είναι ανοίκεια η στιγμή που θα πεθάνω, μα να μου είναι ανοίκεια η ζωή.

30.4.19

Έχεις γίνει τόσο κομμάτι μου που δυσκολεύομαι να σε βγάλω από πάνω μου.
Τόσα χρόνια η συντροφιά σου έγινε συνήθεια αλλά και εξάρτηση.
Τόσα χρόνια στην σκέψη μου, έγινες αναπόσπαστο κομμάτι της εαυτής μου.
Τόσα χρόνια στο συναίσθημα μου πρωταγωνίστρια, έγινες ο πυλώνας της ιστορίας μου.
Τόσα χρόνια μέσα μου φώλιασες, κούρνιασες και έγινες ζωτικό μέρος του σώματος μου.

Εγώ σε έτρεφα χωρίς να βλέπω ότι με τρώς σιγά σιγά.
Σου έδινα τροφή για να με τρως.
Σου έδινα ζωή για να μου την αφαιρείς.
Σου έδινα χώρο για να μου προσφέρεις κενό.

Δέσαμε τόσο πολύ που χάθηκαν τα όρια μεταξύ μας.
Πάντα με βασάνιζες, μα πάντα με γοήτευες και δεν μπορούσα να σε αποχωριστώ.
Όποτε δεν ήμουν καλά, έτρεχα σε εσένα. Όποτε ήμουν καλά, έτρεχες σε εμένα.
Δεν με άφηνες σε ησυχία, αλλά και εγώ σε είχα ανάγκη.
Έμαθα να ζω με εσένα, και η απουσία σου θα ήταν κάτι ξένο, ίσως και απειλητικό.
Μέχρι που η μονιμότητα της παρουσίας σου έγινε η απειλή.
Μέχρι που αντιλήφθηκα ότι παραμονεύεις παντού και ανά πάσα ώρα και στιγμή, είσαι εκεί.
Μέχρι που ένιωσα να με ακολουθείς σε κάθε βήμα, κάθε σκέψη, κάθε ανάσα και να γίνεσαι η σκιά μου.

Μπορώ να υπάρξω χωρίς εσένα; Αναρωτιέμαι.
Με κούρασες. Με βάρυνες. Με ακινητοποίησες.
Και ακόμα σε κουβαλάω και σε σέρνω και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
Δεν σε αντέχω άλλο. Φύγε. Σε παρακαλώ, άσε με να ζήσω επιτέλους.

"Είμαστε χαρμάνια της χαράς και όπου την βρούμε έστω και λίγο, ΟΡΜΑΜΕ. Αυτό είναι. Χαρμάνια της ηρεμίας και της χαράς." α.γ. 
"Η Θλίψη είναι Επανάσταση"

Όχι. Η θλίψη είναι ένα τέρας που όσο το ταϊζεις, τόσο σε τρώει.
Σου τρώει ενέργεια, σου τρώει χρόνο, σου τρώει θέληση, σου τρώει κίνητρο.
Τρώει την σκέψη. Τρώει την ζωή.
Σε κατασπαράζει. Σε αφήνει λειψό. Σε αφήνει αποδυναμωμένο. Σε αφήνει άδειο.
Σε μασάει. Σε καταπίνει. Σε χωνεύει και μετά σε φτύνει.
Και συ έτσι αναμασημένος, έτσι σπασμένος και διαμελισμένος, προσπαθείς να ενώσεις τα κομμάτια σου.

Η θλίψη δεν είναι επανάσταση.
Είναι κατάρα, είναι δυστυχία, είναι καταδίκη.
Είναι το αργό και επίπονο σύρσιμο προς τον θάνατο, πριν έρθει η ώρα σου να πεθάνεις.

Στην επανάσταση αντιστέκεσαι σε ό,τι σε καταπιέζει και δεν σε αφήνει να ζήσεις έτσι όπως θέλεις να ζήσεις. Η θλίψη δεν μπορεί να είναι επανάσταση. Η Θλίψη δεν σε αφήνει καν να ζήσεις. Η Θλίψη είναι ο φακός με βάση τον οποίο βλέπεις τον κόσμο. Δεν σε αφήνει να δεις καθαρά. Δεν σε αφήνει να βλέπεις ελεύθερα. Η Θλίψη σε φυλακίζει, σου βάζει αόρατα δεσμά και σε καθιστά ανήμπορο να κουνηθείς, να κινηθείς. Και η ζωή είναι κίνηση. Μια κίνηση με τελικό προορισμό τον θάνατο. Αλλά μέχρι να φτάσουμε σε αυτόν, έχουμε κίνηση. Και η Θλίψη δεν σε αφήνει να κινηθείς. Γι αυτό η Θλίψη είναι θάνατος πριν την ώρα του.

Δεν είναι ότι αντιστέκεσαι στο οδυνηρό. Είναι ότι αντιστέκεσαι στο να σκοτώνεις τη ζωή σου και την ύπαρξη σου μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό, ενώ αυτό θα γίνει έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή από μόνο του.


8.4.19

Τα μάτια πάντα τα ίδια, το βλέμμα διαφορετικό.
Τα μάτια πάντα το ίδιο χρώμα, το βλέμμα οι αποχρώσεις τους.

Μπορεί να νομίζεις ότι σε κοιτάζω, μα δεν σε βλέπω.
Δεν με ενδιαφέρει τι θες να μου πεις με το βλέμμα σου. 
Μπορεί να νομίζεις ότι σε κοιτάζω, μα βλέπω εμένα μέσα από την αντανάκλαση των ματιών σου.
Δεν αναγνωρίζω εσένα. Εμένα ψάχνω.

Μπορεί να μην σε κοιτάξω, για να μην καταλάβεις.
Μπορεί να μην σε κοιτάξω, για να μην καταλάβω εγώ.

Το βλέμμα, η αναγνώριση από τον Άλλον.
Το βλέμμα, η αποκάλυψη στον Άλλον.
Τη μια προσπαθεί να κλέψει σκέψεις, την άλλη κάνει νόημα για σιωπή.
Άλλοτε ερωτικό, άλλοτε χαμένο.
Κάποιες φορές πρόκληση, κάποιες άλλες αποθάρρυνση.
Κάποιες φορές παραβιαστικό και ανεπιθύμητο. 
Άλλες φορές απεγνωσμένα ποθητό.
Κατευθύνει. Αναιρεί. Επιβεβαιώνει. Ματαιώνει.
Μιλάει χωρίς στόμα. 
Αγγίζει χωρίς να ακουμπά.
Γδύνει τον Άλλον.
Ξεγυμνώνει τον εαυτό.

Δεν μου αφήνεις το περιθώριο να μιλήσω. 
Μόνο το βλέμμα έχει μείνει.
Με κοιτάς, μα αρνείσαι να δεις.
Σε κοιτάω και μου απαγορεύεις να δω.

Το βλέμμα άλλοτε τρομαγμένο, άλλοτε απειλητικό.
Κάποιες φορές ζωηρό, άλλες θλιμμένο.
Φλερτάρει. Υποτιμάει. Ζητιανεύει. Απορρίπτει.
Τη μια ζητά ανταπόκριση, την άλλη αποφεύγει.
Ομολογεί. Εξομολογείται. Δικάζει. Συγχωρεί.
Μαρτυρά την επιθυμία.
Καθρεφτίζει το συναίσθημα και την απουσία του.

Σε κοιτάζω και βλέπω εσένα.
Δεν ψάχνω το είδωλο μου στα μάτια σου. Με έχω βρει.
Με κοιτάς και θες να δεις.

Και τι γίνεται όταν τα βλέμματα συναντιούνται;
Αφουγκράζονται. Μεταφέρουν. Ακούνε. Επικοινωνούν.
Άσε τα να μιλήσουν τώρα που βρεθήκαν.
Μην τα διακόπτεις με τα λόγια.

3.4.19

Η αίσθηση μεταβιβάζει τα κρυμμένα λόγια.
Τα λόγια που δεν ειπώνονται από φόβο ή ντροπή.
Τα λόγια που αν ειπωθούν θα γίνουν συνάμα πραγματικότητα.
Και ο άνθρωπος τρομάζει με τα λόγια όσο και με τις πράξεις.
Τα λόγια είναι η πραγμάτωση της σκέψης.
Και η σκέψη αν πραγματωθεί γίνεται πραγματικότητα.
Η αίσθηση όμως είναι εκεί και παίρνει την σκυτάλη όσο τα λόγια δειλιάζουν.
Η αίσθηση είναι εκεί και περιμένει επιβεβαίωση από τα λόγια.
Και όσο αργούν οι σκέψεις να γίνουν λόγια, η αίσθηση επιμένει.
Και όσο επιμένει, γίνεται μια ακατανόητη δυσφορία.
Είναι που πραγματώνεται η σκέψη δίχως να ειπωθεί.
Είναι που δεν στο είπαν ποτέ, αλλά στο έκαναν σαφές, στο έκαναν πραγματικότητα.


29.3.19

Πλησιάζει η μέρα των ψεμμάτων. Πλησιάζει η μέρα αυτή και σαν ψέμα μου φαίνεται. Ψέμα ότι πέρασε τόσος καιρός. Ψέμα ότι τελικά μπόρεσα. Ψέμα ότι τελικά άντεξα. Ψέμα ότι χαίρομαι εν τέλει που δεν υπάρχεις στο παρόν μου. 
Όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο ευτυχισμένη νιώθω που έκανες το μεγάλο βήμα να αποχωρίσεις. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιώ πόσο καιρό αυτή η σχέση τραβούσε χωρίς κάτι πλέον να είναι ικανό να την κρατήσει. 
Έκανες αυτό που ήθελα καιρό. Έκανες αυτό που δεν μπορούσα να κάνω. 
Περίτεχνα σου έδωσα την ευθύνη της απόφασης, μιας απόφασης ήδη παρμένης από εμένα καιρό μα μη ειπωμένης. 
Το σώμα θυμάται. Το σώμα αντιδρά όσο φιμώνεις την επιθυμία. 
Το σώμα δεν ξεχνά. Το σώμα αντιστέκεται όσο ματαιώνεις την ανάγκη. 

27.2.19

Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του αλλά φανερά αγχωμένος, καλεί κάποιον και ρωτάει :"Μπορεί κάποιος να πεθάνει από τον φόβο του;" 

Μάλλον ήθελε να μάθει αν αυτός φταίει. Μάλλον ένιωσε ενοχές. Ενοχές για κάποιον που δεν ακούμπησε. Ενοχές για κάποιον που δεν μίλησε. Το μόνο ενοχοποιητικό του στοιχείο ήταν ότι οδηγούσε πολύ άτσαλα το αεροπλάνο. Ότι έκανε μια πτήση τρομακτική για τους επιβάτες. 
Αθήνα-Κρήτη-Αλεξανδρούπολη. 
Και αυτός αντί να υποθέσει ότι ο άντρας πέθανε από φυσικά αίτια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι αυτός προκάλεσε τον θανατό του. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάρει τηλέφωνο και να ρωτήσει αν μπορεί να πεθάνει κάποιος από τον φόβο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο πτώμα πίσω του.
Αναρωτιέμαι ποιόν πήρε τηλέφωνο. Αναρωτιέμαι τι του απάντησε. 
Κανείς δεν άκουσε, κανείς δεν έμαθε.

Αλήθεια, μπορεί κάποιος να πεθάνει από φόβο;




10.2.19

Με ή χωρίς, το ίδιο και διαφορετικό.

Είδα μια εκδήλωση για την ημέρα των ερωτευμένων που λέγεται ο κύκλος των γειά-σ'αγαπώ-αντίο.

Πόσα πολλά γειά έχουμε ακούσει.
Πόσα λίγα σ'αγαπώ έχουμε πει.
Πόσα πολλά αντίο τα βάλαμε στην αναμονή.

Θα μιλήσουν ποιητές και συγγραφείς για τον έρωτα.
Θα μιλήσουν αυτοί που έγιναν ποιητές και συγγραφείς από έρωτα.
Γιατί οι δύο μεγάλες εμπνεύσεις της ζωής είναι ο έρωτας και ο πόνος.
Και αν έχεις έρωτα, έχεις και πόνο.

Η ημέρα των ερωτευμένων είναι η μέρα των πονεμένων.
Είναι η μέρα αυτών που δεν λένε ούτε γειά ούτε αντίο, μόνο σ'αγαπώ.

Θυμάμαι το γειά σου.
Νιώθω ακόμα το σ'αγαπώ σου.
Ζω το αντίο σου.

Θάνατος η ζωή με εσένα και χωρίς.
Έπρεπε να το φανταστώ όταν μου είπες το όνομα σου.

Γειά! Έχεις αναπτήρα;
Σ'αγαπώ.
Αντίο αγάπη της ζωής μου.

Εγώ μήτε γειά μήτε αντίο μπορούσα να σου πω.
Μόνο σ'αγαπώ.










5.2.19

Εσύ ομόρφαινες και εγώ ασχήμαινα.
Εγώ βρώμιζα και εσύ καθάριζες.
Εσύ φώτιζες και εγώ σκοτείνιαζα.
Εγώ έπεφτα και εσύ καθόσουν.
Εσύ σηκωνόσουν και εγώ σε έριχνα.
Εγώ σε ανέβαζα και εσύ με κρατούσες.
Εσύ με ακουμπούσες και εγώ σε έδιωχνα.
Εγώ σε έψαχνα και εσύ το έσκαγες.
Εσύ κοιμόσουν και εγώ σε ξύπναγα.
Εγώ ονειρευόμουν θάνατο και εσύ ονειρευόσουν ζωή.

Όταν ήθελα, δεν μπορούσες.
Όταν μπορούσες, δεν ήθελα.
Ό,τι ήθελα, δεν το μπορούσες.
Ό,τι ήθελες, δεν το άντεχα.

Εγώ και εσύ, ήταν ή εγώ ή εσύ.

Εσύ και εγώ κάποτε κοιμηθήκαμε και γίναμε εμείς.
Εμείς κάποτε κλείσαμε τα φώτα της πραγματικότητας.
Εμείς κάποτε κλείσαμε τα αφτιά για να μην ακούμε το εγώ και το εσύ.
Εμείς κάποτε κοιμηθήκαμε.
Εμείς κάποτε ονειρευτήκαμε μαζί, θάνατο και ζωή.
Εμείς κοιμόμασταν και το εσύ και το εγώ ούρλιαζαν. 

Εμείς μια μέρα ξυπνήσαμε. 
Και ξυπνήσαμε ως εγώ και εσύ.
Και όταν κοιτάχτηκε το εσύ με το εγώ, έγινε ή εγώ ή εσύ.
Καληνύχτα εμείς.




1.2.19

Τα κομμάτια που λείπουν.

Ρίχτηκαν τα κομμάτια μπροστά μου. 
Κάνω το συνταίριασμα, μέχρι που φτάνω στα κενά.
Κοιτάζω πόσα κομμάτια έχω και πόσα χρειάζονται.
Έχω λιγότερα. 
Πού είναι τα άλλα;
Ρίχνω μια ματιά τριγύρω, μήπως έπεσε κανένα κάτω.
Τίποτα.
Τι να κάνω;
Ας το αφήσω έτσι λέω, ίσως να ήταν ελαττωματικό.
Το αφήνω έτσι.

Το κοιτάζω μέσα στη μέρα όταν περνάω από το τραπέζι.
Τι ζεστά χρώματα. Τι όμορφες εικόνες.
Και εκεί που το θαυμάζω, πέφτει το μάτι μου στα κενά.
Όμορφο μα κατακερματισμένο σκέφτομαι.
Αναρωτιέμαι τι χρώματα έχουν τα κενά, τι εικόνες σχηματίζουν.
Με βασανίζει που λείπουν, με βασανίζει που μου στερούν ολόκληρη την εικόνα.
Κάπου πρέπει να είναι, δεν γίνεται να φτιάχτηκε λειψό.

Χτες αλλάζοντας τις μαξιλαροθήκες, έπεσαν κάτι κομμάτια στο κρεβάτι.
Ήταν κομμάτια παζλ.
Πήγα κατευθείαν στο τραπέζι για να δω αν είναι αυτά που λείπουν.
Ναι, ήταν κάποια από αυτά που έλειπαν.
Τα συμπληρώνω.

Από εκείνο το βράδυ, κατάλαβα τους εφιάλτες μου.
Τα κομμάτια κραύγαζαν για να τα ξεθάψω.
Από εκείνο το βράδυ, κατάλαβα ότι εγώ τα έκρυψα.
Ήταν τα σκούρα κομμάτια.
Ήταν τα κομμάτια που σχηματίζουν τον τρόμο και την απόγνωση.

Από εκείνο το βράδυ, το παζλ δεν είναι τόσο φωτεινό και όμορφο.
Από εκείνο το βράδυ όμως δεν είναι τόσο κατακερματισμένο.

Να μην ξεχάσω να θυμάμαι ότι η σχάση γοητεύει αλλά κατακερματίζει.
Να μην ξεχάσω να θυμάμαι ότι η ενοποίηση προσφέρει την εικόνα.
Να μην ξέχασω να θυμάμαι που έχω κρύψει και τα άλλα κομμάτια που λείπουν.
Να μην ξέχασω να θυμάμαι όσα απεγνωσμένα προσπαθώ να ξεχάσω.

Τα κομμάτια που λείπουν, βρίσκονται. 



25.1.19

Ο πόνος. 
Σωματικός και ψυχικός. 
Πραγματικός και φαντασιακός. 
Αίσθηση και συναίσθημα. 
Αιτία για αποφυγή. 
Αίτημα για ανακούφιση. 
Ο άνθρωπος που πονά είναι σε απόγνωση. 
Και ο απεγνωσμένος άνθρωπος δεν λογαριάζει πολλά. 
Κάποτε χτίσαμε κάποια δωμάτια, με υλικά που δεν τα επιλέξαμε εμείς. 
Όμως τα χτίσαμε, γιατί έπρεπε να μπαίνουμε κάπου για να κρυφτούμε. 
Να κρυφτούμε από τον πόνο.
Και ακόμα και σήμερα, όποτε πονάμε, σ'αυτά επιστρέφουμε. 
Ανοίγουμε τις ίδιες πόρτες, κι ας βαρεθήκαμε να μπαίνουμε στα ίδια δωμάτια μια ζωή.



23.1.19

Πολλοί λένε ότι όταν ο άνθρωπος φτάνει κοντά στον θάνατο, αρχίζει να χαίρεται πολύ με τα μικρά. Ούτως ή άλλως από πιο παλιά αναρωτιόμουν γιατί προηγουμένως να χαίρεται λίγο με τα μεγάλα. Αλλά τώρα για άλλο αναρωτιέμαι. Για ποιόν θάνατο μιλάμε; Γιατί θάνατος δεν είναι μόνο ο βιολογικός. Υπάρχει και ο ψυχικός. Είναι λίγο πιο ήσυχος, λίγο πιο αργός. Λίγο πιο προσεγμένος και διακριτικός. Σε αυτόν τον θάνατο, υπάρχει αυτή η ανάταση; Σε αυτόν τον θάνατο υπάρχει ακόμα η ελπίδα; Ή επιμένει η σκέψη ότι η ελπίδα είναι απλά μια ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη για το αύριο; 

Ξέρεις τι νομίζω; Μετά από κάποιο καιρό αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει χαθεί. Σιγά σιγά κάνεις κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι τη σοβαρότητα. Οπότε συνεχίζει να εξαπλώνεται. Και μεγαλώνει. Και μεγαλώνει. Τόσο που πλέον έχει γίνει η πραγματικότητα σου. Πλέον έχει γίνει εσύ και ο τρόπος που ζεις. Που ζεις aργοπεθαίνοντας μάλλον. Είσαι στο μεταίχμιο καθώς από την μια υπάρχεις, ναι, είσαι βιολογικά ζωντανός και συνήθως υγιής με σωματικούς όρους, αλλά. Αλλά ταυτοχρόνα πεθαίνεις. Πεθαίνεις μέρα με τη μέρα. Σκοτώνεις την κάθε σου μέρα γιατί πλέον δεν σε ενδιαφέρει καμία μέρα. Και ο χρόνος περνάει. Έτσι απλά περνάει. Και δεν σε νοιάζει που περνάει. Και έτσι κατεβαίνεις σιγά σιγά. 

Μέχρι που πιάνεις πάτο. Και εκεί που νιώθεις για πρώτη φορά με το σώμα σου τον πάτο, εκεί που βλέπεις για πρώτη φορά πόσο σκοτεινά είναι εκεί κάτω, εκεί που κοιτάς γύρω σου και καταλαβαίνεις ότι είσαι μόνος σου, στρέφεις το βλέμμα προς τα πάνω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει άλλο κάτω για να κοιτάξεις αλλού. Τώρα μόνο πάνω μπορείς να κοιτάς. Ή μπροστά σου, στον τοίχο. Μέχρι να τρελαθείς. 

Στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω, αναμένεις να δεις την άρχη, την έξοδο. Εξάλλου δεν έχεις που αλλού να πας. Είτε θα μείνεις εκεί στάσιμος, είτε θα κινηθείς, προς τα πάνω όμως αυτή τη φορά. Προσπαθείς να διακρίνεις λίγο φως ή έστω ένα σημάδι που να σου δείχνει ότι κάπου εκεί πρέπει να είναι η έξοδος. Κι όμως, δεν βλέπεις τίποτα. Ούτε φως, ούτε κάποια άλλη ένδειξη. Απελπισία. Απόγνωση. Και κάθεσαι εκεί στον πάτο. 

Και κοιτάς μια τον τοίχο, μια τον πάτο που πατάς. Μια τον τοίχο, μια τον πάτο. Και περνάνε οι μέρες. Και περνάει ο χρόνος. Μέχρι που φτάνει η στιγμή που δεν αντέχεις άλλο να βλέπεις μόνο πάτο, μόνο τοίχο, μόνο πάτο, μόνο τοίχο. Η στιγμή που νιώθεις ότι κουράστηκες πια να μένεις στάσιμη και ακίνητη. Η στιγμή που θες τόσο πολύ να κουνηθείς, να περπατήσεις και σε πιάνει οργή που δεν έχεις χώρο να το κάνεις. 

Και τότε ρίχνεις ένα βλέμμα πάνω. Και σκέφτεσαι ότι ακόμα και αν δεν βλέπεις την διεξόδο, από κάπου μπήκες, άρα από κάπου μπορείς να βγεις. Σκέφτεσαι ότι πλέον δεν έχεις άλλη επιλογή. Στέρεψε και η επιλογή του πάτου, την εξάντλησες. Και αποφασίζεις να αρχίσεις να σκαρφαλώνεις. Ξέρεις πολύ καλά ότι η ανάβαση θα είναι δύσκολη. Ξέρεις πολύ καλά ότι η κατάβαση είναι πιο ύπουλη, γιατί εύκολα γλιστράς. Και αποφασίζεις να ανέβεις. 
Κάθε τραχιά πέτρα και μια δυσκολία. 
Κάθε λεία πέτρα και μια σανίδα σωτηρίας. 
Ή και το αντίστροφο. 

21.1.19

Ο χρόνος τέλειωσε. Η αντίστροφη μέτρηση έληξε. Τώρα δεν έχει άλλη παράταση. Τώρα δεν έχει άλλη παραίτηση. Μου τέλειωσε ο χρόνος. Ήρθε η ώρα. Ήρθε η ώρα να πάρω θέση. Ήρθε η ώρα να σας σηκώσω από την καρέκλα που σας άφησα να κάθεστε τόσο αναπαυτικά για να την παραχωρήσω σε εμένα. Δεν έχει άλλο. Τα πόδια μου δεν τα νιώθω. Τα πόδια μου δεν με βαστάνε. Όλο να τρέχω και να μην φτάνω πουθενά. Όλο να τρέχω και να απομακρύνομαι όλο και πιο πολύ από εμένα. Όλο να τρέχω και να μην έχει κάπου να ξαποστάσω. Να μην έχει μια καρέκλα να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ γιατί είναι πιασμένη. Γιατί εγώ σας την παραχώρησα και ξέχασα ότι είναι δική μου. Γιατί ξέχασα πώς είναι μόνο μια. Είναι μια και σας άφησα να την φορτώνετε συνέχεια με βάρος. Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο βάρος. Τόσο βάρος που νομίζω ότι έχει αρχίσει να χαλάει. Βλέπω τα πόδια της να δυσκολεύονται με τόσο βάρος. Ωστόσο, δεν θα σας σηκώσω για να προλάβω το σπάσιμο της. Θα σας σηκώσω επειδή ήρθε η ώρα μου για να κάτσω.