25.9.11

Είμαι εγώ και ο εαυτός μου. Ο μισός εαυτός μου. Ο στενοχωρημένος εαυτός μου, που πασχίζει να γυρίσει στο παρελθόν, να ζήσει αυτά που δεν μπορεί στο παρόν. Που θέλει να είναι καλά, που κυνηγάει τον έρωτα που του έφυγε απ' τα χέρια. Τον ψάχνω εδώ, εκεί, παντού. Και μόνο σε ένα μέρος τον βρίσκω πάντα στο τέλος, στο πρόσωπο σου. Στα μάτια σου, που πάντα έμοιαζαν με τα δικά μου. Μα αυτά πια δεν με ακολουθούν, δεν με κοιτάνε. Τα έχω ανάγκη όμως αυτά τα μάτια, το ερωτευμένο σου βλέμμα. Να με καρφώσει, να με μαγνητίσει, να με στοιχειώσει. 
Κοίταξε με. 

31.8.11

-Βουτάμε;
-Ναι..
-Είσαι σίγουρος;
-Δεν ξέρω.
-Γιατί;
-Ίσως δεν πρέπει
-Φοβάσαι;
-Εσύ δεν φοβάσαι;
-Όχι πια. Μ αρέσει.
-Εμένα με φοβίζει.
-Δεν πρέπει.
-Πώς το ξέρεις;
-Ο βυθός είναι δικός μας, γι' αυτό.


Βυθιζόμαστε στα νερά της επιθυμίας. Εμείς οι δύο ποτέ δεν κολυμπούσαμε, ποτέ δεν μπορέσαμε. Πάντα πνιγόμασταν. Μαζί και χώρια. Πνίγαμε ο ένας τον άλλον. Ίσως αυτό να θέλαμε. Να πνίξουμε αυτό που μας δένει. Το πάθος. Και εκεί που νομίζαμε πως το κάναμε και κάποιος έβγαινε στην επιφάνεια, κάποιος, κάτι, τον φώναζε πίσω στο βυθό..Τον τραβούσε και οι αντιστάσεις δεν έκαναν τίποτα. Και πάλι από την αρχή. Να παλεύουμε στο νερό. Μακρυά από όλους και όλα. Να κατοικούμε μόνο εμείς εκεί κάτω. Να κάνουμε πράξη το πάθος μας και να προσπαθούμε συγχρόνως να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον με την ελπίδα ότι έτσι θα τελειώσει αυτή η ιστορία.


-Το θες πραγματικά όμως αυτό;
-Ναι, ξέρω που καταλήγει πάντα και δεν το θέλω ξανά.
-Σ' αρέσει όμως.
-Όχι, καθόλου. Θέλω να συνεχίσω.
-Αν ήθελες μόνο αυτό θα είχες συνεχίσει.
-Εσύ με κρατάς, δεν βοηθάς να τελειώνει.
-Ο ένας κρατάει τον άλλον γιατί και στους δύο μας αρέσει κατά βάθος.
-Ναι αλλα που καταλήγει;
-Εκεί που καταλήγουμε εμείς πάντα.
-Δηλαδή πού;
-Δεν έχει όνομα.
-Καταλήγει όλο στα ίδια και στα ίδια.
-Καταλήγει σε εμάς, σε αυτό που μας κυριεύει.
-Και τι είναι αυτό;
-Το πάθος. Βουτάμε;
-Γιατί;
-Για να πνιγούμε στον έρωτα. Βουτάμε;
-Βουτάμε..

26.8.11

Αυτό είμαστε. 
Εραστές των συναισθημάτων. Εραστές του πάθους. Εραστές της στιγμής. Παντοτινοί εραστές. Βάζουμε φωτιά στη στιγμή, στον έρωτα. Ατέρμονος κύκλος που περιστρέφεται γύρω από το πάθος, το ένστικτο. Γύρω από εμάς. Δεν ησυχάζει, όλο και αγριεύει. Δυνατότερο από εμάς. Δεν χωρά καμιά προσποίηση, καμιά μάσκα. Όλα αποκαλύπτονται στη στιγμή, στα βλέμματα. Αρρώστια. Εμμονή. Απορρέει από μέσα μας. Πάντα θα υπάρχει. Το ξέρεις, το βλέπεις, το νιώθεις. Το ίδιο και εγώ. Πάντα ήσουν εσύ για 'μένα και εγώ για 'σένα χωρίς να το επιδιώκουμε. Σιωπή. Μιλάμε με τα μάτια, με τις κινήσεις. Με κατασπαράζεις. Αυτό κάνω και εγώ. Αναταραχή. Τρικυμία. Το ξέρω πλέον. Το ξέρεις και εσύ. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Έχουμε ανάγκη την ένταση. Είσαι για 'μένα. Είμαι για 'σένα. 
Καταδικασμένοι εραστές.

19.6.11

Ο χρόνος είναι ο άνεμος που σαν φύλλα σκορπάει τις στιγμές μας.
Θέλω να διαλυθώ όπως ο καπνός στον αέρα..


18.6.11

Χαμένα όνειρα που γίνατε σκιά στο φως, γκρεμισμένα παλάτια στα παραμύθια. Φωλιάσατε, κρυφτήκατε καλά και χαθήκατε. Αφήσατε πίσω σας μνήμες, ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Χορεύατε ευτυχισμένα, έπειτα κουραστήκατε, γεράσατε. Μπορεί να μην χορεύετε ακόμα αυτό το βαλς, μα υπάρχει στη θύμηση. Γεμίσατε μελωδίες και εικόνες, που σας χαρίζει ένα παιδί. Διότι μόνο ένα παιδί βλέπει αυτόν τον χορό και δεν τον ξεχνά ποτέ και ας μη ξέρει να τον χορέψει. Ενωθήκατε με την λησμονιά. Και απογοητεύομαι που δεν μπορώ να χορέψω όπως είχα κάποτε ονειρευτεί.



17.6.11

Αγαπώ τον λόγο. Ερωτεύομαι τις λέξεις. Νιώθω ρίγος κάθε φορά που διαβάζω. Μεταδίδω το ρίγος μου κάθε φορά που γράφω. Χαρίζω πνοή στο χαρτί, δίνω κίνηση στο μολύβι και αυτομάτως τους δίνω ζωή. Το μολύβι χορεύει πάνω στο χαρτί, πότε ανάλαφρα, πότε έντονα. Άλλοτε ματώνει την επιφάνεια, άλλοτε την γεμίζει χρώματα. Ενώνω λέξεις. Σχηματίζω προτάσεις. Διαμορφώνω συναισθηματικές καταστάσεις. Σκιαγραφώ προσωπικότητες. Φτιάχνω εικόνες. Την χρωματίζω ανάλογα με το χρώμα της ψυχής μου. Μεταφέρω τη ζωή μου πάνω στο χαρτί. Μετατρέπω τους συλλογισμούς μου, τα αισθήματα μου, τα όνειρά μου σε γραπτό λόγο. Είναι το αποτύπωμα μου. Γίνομαι ένα με αυτό και συγχρόνως αυτό ένα με εμένα. Ανάμεσα μας δεν χωράει τίποτε άλλο.
Είναι ο μικρόκοσμος μου. Ο μοναδικός και ξεχωριστός μικρόκοσμος μου.
Η τέχνη απαιτεί ερεθίσματα και έμπνευση.
Το ουσιώδες ερέθισμα βρίσκεται στη φύση σου.
Η πιο αληθινή έμπνευση βρίσκεται στη ζωή σου.

Την απόλυτη ανατριχίλα της τέχνης σου
την αντιλαμβάνεσαι μονάχα εσύ.
Μόνο εσύ μπορείς να ταυτιστείς 
όσο κανείς άλλος με το γραπτό σου.
Νιώθεις κάθε λέξη 
διότι εσύ γέννησες το κάθε γράμμα.
Αγγίζεις κάθε πρόταση 
διότι ο λόγος ύπαρξης της είσαι εσύ
και οι δικές σου εμπειρίες ζωής.
Η τέχνη σου υπάρχει εφόσον υπάρχεις εσύ,
ο δημιουργός της.

19.4.11

Ακόμα και χτες, μετά από όσα συνέβησαν, και πάλι ενωθήκαμε. Γίναμε ένα, ψυχικά και σωματικά. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο περίεργη. Ανακατεύονταν πολλές διαφορετικές μυρωδιές όπως αμηχανία, έλξη, κίνδυνος και άλλες τόσες που δεν μπορώ να προσδιορίσω με λέξεις. Και το αποτέλεσμα ήταν πρωτόγνωρο.. Όπως είπες και εσύ, δεν έχουν υπάρξει πιο περίεργα συναισθήματα. Χτες, ένιωσα έντονα το παράνομο και το επικίνδυνο. Το αρρωστημένο πάθος και την αγνή τρυφερότητα. Ποτέ σου δεν με είχες χαϊδέψει με αυτόν τον τρόπο.. Τόσο γλυκά και όμορφα. Ύστερα όμως αυτή η αγνότητα μετατράπηκε σε βία, μια ερωτική βία. Σαν ένα θηρίο που ήθελε απεγνωσμένα το θήραμα του, να το κατασπαράξει, να το κάνει δικό του, ολόδικο του.. Έβγαζες οργή, θυμό. Το ένιωσα. Ξέσπαγες πάνω μου. Ξέσπαγες επειδή κατάφερα να σε πληγώσω, να κλονίσω τη σιγουριά σου, να συνειδητοποιήσεις πως τα πράγματα έχουν αλλάξει πια. Και ταυτόχρονα ήθελες να γίνω ένα με εσένα και εσύ ένα με εμένα. Ήμουν εκεί. Δική σου. Ολοκληρωτικά. Και ένιωσα. Για ακόμη μια φορά μαζί σου ένιωσα.


15.4.11

Αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος. Εκεί που πιστεύω πως τελειώνει, αρχίζει ξανά. Σαν ένας φαύλος κύκλος. Χτες, τα μάτια, τα βλέμματα ήταν διαφορετικά. Ένιωσα. Αυτό μόνο αρκεί, γιατί ξέρω πως όταν νιώθω μαζί σου δεν με καταλαμβάνουν απλά συναισθήματα. Πάντα ένιωθα πως μαζί σου ή θα καώ ή θα γίνω ένα με το χώμα. Και αυτό αισθάνθηκα πάλι. Πρωταγωνίστρια σε έναν παράνομο έρωτα που κρύβει μέσα του αυτοκαταστροφή, πάθος, αρρώστια, παράνοια. Ένιωσα έντονα πως ζω επικίνδυνα μαζί σου. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να χαθώ. Και αυτό με φοβίζει, με τρομάζει. Αλλά ταυτόχρονα με ιντριγκάρει. Με ελκύει να πάω κόντρα στη λογική, στην ήρεμη και ισορροπημένη ζωή, στα πρέπει, στις γνώμες των άλλων. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι πρόκειται να καταλήξει στο πουθενά. Και όμως το σκέφτομαι ακόμα. Γιατί με έκανες να νιώσω για ακόμα μια φορά. Όπως χτες.

14.4.11

Άδεια η πόλη. Έρημοι οι δρόμοι. Σκοτάδι και κρύο. Παγωνιά. Λες και ήταν τα πάντα συννενοημένα να διαμορφώσουν αυτό το σκηνικό. Η ατμόσφαιρα περίεργη. Ξεχείλιζε απόγνωση. Ίσως μονάχα εμένα να μου φαινόταν, όμως αυτό ένιωσα. Και μέσα σε αυτό το μελαγχολικό πλάνο, εγώ. Εγώ, να περπατάω σε εναν άδειο δρόμο. Να αφουγκράζομαι κάθε ήχο και συγχρόνως να χάνομαι σε έναν λαβύρινθο σκέψεων. Σαν να έκανε παρέα η ψυχή μου με το τοπίο γύρω μου. Ταίριαζαν υπερβολικά έντονα. Απέπνεαν τα ίδια συναισθήματα. Θλίψη. Μοναξιά. Με συντρόφευε τρομακτικά απόλυτα, όπως και εγώ αυτό.
Το μυαλό μου μια θάλασσα. Πότε ήρεμη, πότε φουρτουνιασμένη. Πότε ο ήλιος την χρωματίζει με βελούδινα χρώματα, πότε το φεγγάρι την σκοτεινιάζει, την σκεπάζει με μελαγχολία. Ποτέ όμως δεν είναι σταθερή. Άνεμοι δυνατοί την ταράζουν εκεί που γαληνεύει. 
Έτσι είναι το μυαλό μου. Αυτό είναι το φόντο των σκέψεων μου, των συναισθημάτων μου. Το φόντο της ζωής μου. Μιας παράστασης με μοναδικό σταθερό πρωταγωνιστή εμένα. Εμένα μέχρι να βουλιάξω με την βαρκούλα μου ή μέχρι να βρω στεριά. 
Αυτή η στεριά είναι η σωτηρία μου. Όμως η διαδρομή μοιάζει τόσο μεγάλη. Πορεύομαι στην ουσία προς το άγνωστο. Το ασυνείδητο σαν αεράκι με παρασέρνει πότε από 'δω, πότε από 'κει.. Αλλά δεν ξέρω που με βγάζει, αν με βγάζει σε στεριά ή σε μια άπειρη θάλασσα πάλι. 
Δεν είναι λίγες οι φορές που βουτάω μέσα. Είναι οι φορές που παρανοώ. Και καθώς είμαι μέσα στο νερό, αρχίζω να βουλιάζω. Πηγαίνω όλο και πιο βαθιά. Χάνομαι. Πλησιάζω όλο και πιο απειλητικά στον πάτο. Πνίγομαι. Δεν μπορώ να κολυμπήσω πια. Δεν βρίσκω τη δύναμη και το κουράγιο. Δεν έχω αντοχές. Προσπαθώ όμως να ανέβω στην επιφάνεια, να μη φτάσω στον πάτο τελείως. Γιατί τον έχω γευτεί..έστω και για λίγο. Και η γεύση του είναι το τίποτα. Δεν ζεις, απλά υπάρχεις. 
Ακόμα ηχεί η μελωδία αυτή στο μυαλό μου. Νύχτα. Και παράλληλα νιώθω μια γλυκιά μαστούρα μελαγχολίας. Έχει την μορφή του αέρα και νιώθω το απαλό αεράκι αυτής της μαστούρας να με παρασέρνει και να με ναρκώνει σε μια άλλη διάσταση. Κάπου που ο χρόνος σταματάει, οι δείκτες των ρολογιών παγώνουν και το μέρος είναι ορατό μόνο σε λίγους, ελάχιστους. Κρύβεται πίσω από την επιφάνεια και για να το δεις πρέπει τα μάτια σου να είναι αλλιώτικα από τα συνηθισμένα. Το βλέμμα διαφορετικό, διορατικό, βαθύ. 
Τα μάτια μιλάνε με πιο βαθιές έννοιες από τις λέξεις. Η ψυχή αγγίζει πιο αληθινά, πιο δυνατά από το σώμα. Το μυαλό ταξιδεύει σε μέρη που ίσως να μην υπάρχουν καν. Καταρρίπτει κάθε φραγμό και περιορισμό.


26.3.11

Kρύο βράδυ
σε ένα μοναχικό παγκάκι,
ακούω τον αέρα να ψυθιρίζει,
κάτι μέσα μου με φοβίζει.
Mου εξιστορεί ιστορίες παλιές,
αναμνήσεις και γεγονότα που χάθηκαν στο χθες,
ονόματα και πρόσωπα που πέρασαν από εδώ,
λόγια που ειπώθηκαν και έμειναν ξεχασμένα εδώ.
Σε αυτό το παγωμένο παγκάκι που απόψε μου κάνει συντροφιά,
που έγινε ένας άνθρωπος για μένα να με παίρνει αγκαλιά,
με κάνει να μη νιώθω μόνη,
όπως νιώθω και εγώ πρέπει να νιώθει.