10.7.22

Πόρτες

Πόρτες μισάνοιχτες, με χαλασμένες κλειδαριές που τις πηγαίνει πέρα δώθε ο αέρας.

Άλλοτε σφυρίζει, άλλοτε βροντάει.

Άλλοτε ακούς το σύρσιμο, άλλοτε κοπανάνε και τρομάζεις.

Και σου έλεγα ρε γαμώτο, φτιάξε αυτές τις κλειδαριές.

Τουλάχιστον να κλειδώνουν, να μην κάνουν φασαρία από τον αέρα, να μην μπαίνουν νερά από τη βροχή.

Και τώρα μείναν έτσι.

Κι αναρωτιέμαι, γιατί δεν τις έφτιαχνα εγώ; 

Μάλλον δεν ήθελα να τις κλειδώσω.

Ίσως και να μην ήξερα από ποια πλευρά της πόρτας ήθελα να μείνω, όταν θα κλείδωνε.