25.5.19

Μέσα στην θάλασσα. Βουτηγμένη μέσα, βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο. Θυμάμαι είχα αρχίσει να πνίγομαι. Φώναζα για βοήθεια μα φωνή δεν έβγαινε. Ούρλιαζα από απόγνωση, μα τριγύρω μόνο θάλασσα. Θάλασσα μέχρι εκεί που χάνεται το βλέμμα στον ορίζοντα. Τίποτα άλλο. 
Και έκλεισα τα μάτια για να μην βλέπω. Έκλεισα τα μάτια, μουσκεμένα από δάκρυα, από το νερό, όλα μαζί, που δεν καταλάβαινα πια αν κλαίω ή αν απλά βρέχονται από τη θάλασσα. Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να βουλιάζω σιγά σιγά. 
Απεγνωσμένη από την αβοηθησία, από την απουσία διεξόδου, δημιούργησα μια δικιά μου σανίδα σωτηρίας. Το έχτιζα μέρα τη μέρα, στιγμή τη στιγμή, μέχρι που το πίστεψα ότι δεν πνίγομαι, ότι δεν βουλιάζω, ότι ο βυθός είναι εκεί που ανήκω, ότι η ζωή είναι ο βυθός τελικά. Και όσο περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες βούλιαζα ακόμα πιο πολύ. Και όσο πιο βαθιά πήγαινε το σώμα αφημένο, τόσο πιο σκοτεινά γινόντουσαν τα πάντα. Τόσο πιο τρομακτικά, τόσο πιο μοναχικά. 
Και εκεί που είπα να ανοίξω πλέον τα μάτια για λίγο, δεν έβλεπα. Δεν έβλεπα γιατί είχα ξεχάσει να βλέπω. Δεν έβλεπα γιατί τριγύρω υπήρχε μόνο σκοτάδι. Δεν έβλεπα γιατί προτιμούσα να βλέπω με κλειστά τα μάτια τις επιθυμίες μου και να τις αποχαιρετάω, πείθοντας τον εαυτό μου ότι είναι ανύπαρκτες, ότι η επιθυμία μου είναι εκεί που βρίσκομαι. 
Μα πώς βρέθηκα εκεί; 
Έκλεισα τα μάτια για να αποφύγω την απόγνωση και μετά που ήθελα να δω, δεν μπορούσα. 
Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εκεί; Απόγνωση. Και πάλι. 
Γιατί είμαι μόνη; Γιατί δεν βλέπω; Φοβάμαι. Θέλω να φύγω από εδώ. 
Θέλω να φύγω και το σώμα μου δεν μπορεί να με ακολουθήσει. Ξέχασα να κολυμπάω. Ξέχασα να κινούμαι. Τόσα χρόνια να βουλιάζω, το σώμα αχρηστεύτηκε. Τόσα χρόνια αρνούμενη τις επιθυμίες μου, τώρα που ένιωσα μία να με κατακλύζει, το σώμα αρνείται. Με αγνοεί, όπως το αγνοούσα και εγώ κάποτε. 
Κλαίω. Τα δάκρυα ενώνονται με το νερό του βυθού. Ένας βυθός πλημμυρισμένος από δάκρυα. Πλέον δεν βλέπω νερό γύρω μου, μα μόνο δάκρυα. Πλέον καμία ελπίδα, καμία ψευδαίσθηση, καμία φαντασιακή σανίδα σωτηρίας. 
Παραδομένη στην αδράνεια, καταδικασμένη στον βυθό, αφημένη στην καθοδική κίνηση του σώματος, φτάνω επιτέλους στον πάτο. Φτάνω στο πιο τρομακτικό, σκοτεινό και μοναχικό σημείο του βυθού . 
Ξαπλωμένη στην άμμο του βυθού, κλείνω τα μάτια, βλέποντας πλέον όσα δεν αντέχα να δω. 

Δεν θυμάμαι πόσο καιρό έκατσα εκεί. Αλλά όλον αυτόν το καιρό, το σώμα μου που νόμιζα ότι με είχε παρατήσει, ανασυγκροτούταν. 
Διασκορπισμένες οι επιθυμίες, διστακτικά πήραν ξανά τις πρώτες τους ανάσες. Καταχωνιασμένες οι ματαιώσεις, σκάλισαν τρύπες για να φανερώσουν δειλά δειλά τις υπάρξεις τους. Λησμονημένες οι ανάγκες, ψαχούλευαν δρόμους για να συναντήθουν με τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις στα κρυφά. Όλα σιωπηλά και αργά, μην τις πάρω χαμπάρι και τις σταματήσω ξανά.
Ώσπου μια νύχτα, γιατί εκεί κάτω τι μέρα τι βράδυ, όλα νύχτα ήταν, ένιωσα ένα τράνταγμα στο σώμα που με έκανε να ουρλιάξω από τον πόνο. Η άμμος, η γη κάτω απο το σώμα μου άρχισε να σείεται. Τα δάκρυα τριγύρω μου έγιναν ρεύματα νερού και με εξφενδόνισαν ψηλά. Μια ταραχή μέσα στον βυθό και το σώμα μου έρμαιο, πότε δεξιά, πότε αριστερά, αλλά όχι πια προς τα κάτω. Δεν μπορούσα να ελέγξω πια την ταραχή μέσα μου, την ταραχή μέσα στον βυθό. 
Έκανε την εμφάνιση της. Αυτό ήταν. Χρόνια κόχλαζαν μέσα οι επιθυμίες, οι ματαιώσεις και οι ανάγκες. Έπρεπε να το περιμένω. 

Όσο πιο ψηλά με πήγαινε η ορμή των δακρύων, τόσο πιο μανιασμένα τα κύματα. Εκεί που έπαιρνα ξανά τις πρώτες μου ανάσες, ερχόντουσαν κατά πάνω μου και πνιγόμουνα ξανά. Και μετά πάλι ανάσα. Και μετά πάλι κύμα. Αλλά έπαιρνα επιτέλους ανάσα. Αλλά υπήρχε επιτέλους κίνηση. 

Δεν λέω ότι δεν είμαι πληγωμένη. Γδαρμένη βγήκα από τον βυθό. Όσο προλάβαινα να δω το σώμα μου τις στιγμές πριν με πνίξουν τα κύματα ξανά, ήταν όλο σημαδεμένο, ματωμένο. Έβλεπα το αίμα και καταλάβαινα ότι αιμοραγγούσα από τον βυθό, μα όλα ήταν σκοτάδι εκεί κάτω που ούτε αυτό μπορούσα να διακρίνω. 
Ανάσα την ανάσα, ακούμπησαν τα πόδια μου άμμο αλλά αυτή τη φορά το κεφάλι ήταν πάνω από το νερό. Περπάτησα λίγο και κάθησα κάτω εκεί που ξεβράζει το κύμα. Κοίταξα την θάλασσα. Πάλι χάθηκε το βλέμμα στον ορίζοντα. Μέχρι που είδα ένα πελώριο κύμα να έρχεται. Δεν σηκώθηκα. Το περίμενα καρτερικά, να κάνει την διαδρομή του και να ολοκληρώσει το έργο του. Ήξερα ότι ήταν το τελευταίο. 
Έκλεισα τα μάτια, αφέθηκα στην ορμή του, θυμήθηκα την απόγνωση του πνιγμού. Μα αυτή τη φορά ήξερα ότι δεν θα βούλιαζα, ήξερα ότι είχα πιάσει στεριά. Το άφησα να αποχωρίσει και άνοιξα τα μάτια μου. Κοίταξα τις πληγές στο σώμα μου. Αίμα πλέον δεν κυλούσε.

14.5.19

Αδιέξοδο-Απόγνωση-Φυγή

Τοίχος μπροστά, κανένας δρόμος, καμία διέξοδος διαφυγής.
Εγκλωβισμός και απόγνωση. Καμία συνέχεια.
Ανάγκη για φυγή, ανάγκη για διέξοδο, αλλά είναι αδιέξοδο.
Απεγνωσμένη ανάγκη για φυγή. 
Νοερή φυγή. Αποκοπή από τον εαυτό και το βίωμα. Αποπροσωποίηση. 
Αποκοπή από την πραγματικότητα και το αδιέξοδο. Αποπραγματοποίηση.
Πραγματική φυγή. Αυτοκτονία. Φυγή χωρίς συνέχεια.
Απόδραση από την απόγνωση. 
Απόδραση από το αδιέξοδο. 

9.5.19

Θέλω τόσο πολύ να ζήσω που φοβάμαι τόσο πολύ ότι θα πεθάνω.
Φοβάμαι τόσο πολύ τον θάνατο που προετοιμάζομαι για αυτόν στη ζωή.
Μην και μου είναι ανοίκεια η στιγμή που θα πεθάνω, μα να μου είναι ανοίκεια η ζωή.