1.4.24

Τίτλος υπό διερεύνηση

Ούτε που ξέρω τι να πρωτοξετυλίξω, τι να μαζέψω γοργά γοργά.

Νιώθω σαν ένα καϊκάκι που αρμενίζει σε νερά αχαρτογράφητα. 

Το καϊκάκι αυτό είναι μικρό, μα με χωράει όλη. Αναπαλαίωσα τις παλιές του σανίδες, τις φρόντισα, τις συμμάζεψα με στοργή. Το ξανασουλούπωσα. Είχε ξεχαρβαλωθεί από τις τρικυμίες του τότε. 

Και τώρα έχω βρεθεί σε ένα πέλαγος ανοίκειο. Ήρεμο φαινομενικά μεν, άγνωστο ουσιαστικά δε. Λίγα φαίνονται, τα κρυμμένα με φοβίζουν, μα συνάμα έχω περιέργεια να τα μάθω. 

Η στεριά μου φαίνεται μακρινή, την αγναντεύω από μακριά, δυσκολευόμενη παράλληλα να διακρίνω και είναι σαν να μην φτάνω ποτέ σε αυτήν. 

Με έχει φάει η περιέργεια. Λίγο το παράπονο. Πολύ ο φόβος. Οι κύριες και Κυρίες Ανασφάλειες μπάζουν το καϊκάκι μου, μπαίνει νερό μέσα σε αυτό, νερό που δεν γνωρίζω αν τελικά ίσα που ήρθε να με δροσίσει ή που θα με πνίξει. 

Καραδοκώ στη γωνία κάθε στιγμής με το πιστόλι στον κρόταφο, στραμμένο προς τα εμένα, έτοιμο να τα καταστρέψει όλα, να μου τινάξει το μυαλό, την επιθυμία, τη λαχτάρα στον αέρα, υπό καθεστώς τρόμου και μιας αγωνίας που κάνει την καρδιά μου να πάλλεται σαν αντίστροφη μέτρηση βομβητή, που κάθε χτύπος τη φέρνει πιο κοντά στην εκπυρσοκρότηση, στην εκτίναξη όσων θα μπορούσαν εν δυνάμει να με κρατήσουν για ακόμα λίγο ζωντανή. 

Αυτή η ανυπέρβλητη αγωνία με κάνει να κρύβομαι ακόμα πιο πολύ, να μικραίνω, να μαζεύομαι, να κουλουριάζομαι και να περιμένω καρτερικά μια κλωτσιά στα σκέλια, επιβεβαίωση της μη επαρκής μου ύπαρξης, της μερικής μου συγκρότησης, της αδύναμης πτυχής μου, που ξετυλίγεται φωναχτά, δίχως να με ρωτήσει, δίχως να ντραπεί. Μα ντρέπομαι εγώ για λογαριασμό της. 

Η αυτοπεποίθηση έγινε αυτο-επίθεση και αναρωτιέμαι πότε πρόλαβε να αλλάξει όνομα ή αν πάντοτε αυτό ήταν το πραγματικό όνομα της και εγώ απλά μπέρδευα τους φθόγγους. 

Οι φθόγγοι, οι λέξεις παίρνουν ήχο δανεικό από τα στόματα που τις αρθρώνουν, τις σιγομουρμουρίζουν, τις ουρλιάζουν, τις σωπαίνουν και ο ίδιος φθόγγος έχει κάθε φορά ηχόχρωμα διαφορετικό, κι ας μένει στην πραγματικότητα ίδιος και απαράλλαχτος στον χρόνο. 

Αλίμονο κι αν ήξερες πόσους φθόγγους σιώπησα, πόσες λέξεις έβαλα σε εξορία, πόσα θαυμαστικά έκανα τελεία, στερώντας τους μια συνέχεια ορθή, μόνο και μόνο για να μη φοβηθείς, μόνο και μόνο για να μην αντικρίσω τον δικό μου φόβο να ξετυλίγεται για ακόμη μια φορά ξεδιάντροπα, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς οίκτο, μα με μια βαναυσότητα, ακούραστος και πεισματάρης, ταγμένος στον αιώνιο κύκλο των ομόκεντρων επαναλήψεων, στο κέντρο των οποίων στέκω πάλι εγώ, μοναχή, με το πιστόλι στον κρόταφο στο ένα μου χέρι να με στοχεύει και στο άλλο το απομεινάρι μιας σαπισμένης σανίδας, φαγωμένης από το αχόρταγο και ακόρεστο αλάτι της θάλασσας, που τελικά δεν ήταν μια εισβολή δροσιάς αλλά το προμήνυμα ενός πνιγμού. 

Ενός βουβού πνιγμού, που ακόμα και οι φθόγγοι επέλεξαν να επιστρέψουν εκεί από όπου προήλθαν, στο λαρύγγι, που ακόμα τότε ανίδεο και αφελές, ούτε που φανταζόταν ότι θα μπορεί να κάνει τον αέρα φωνή, τον ήχο ουσία, την άναρθρη κραυγή επιθυμία. Ούτε που το φανταζόταν ότι το νερό που το ξεδίψαγε, θα το σώπαινε δια παντός.