2.12.18

Διστακτικά ακουμπάω τα πόδια μου πάνω στο σκοινί. Προσπαθώ να καταλάβω πρώτα αν με αντέχει. Δεν ξέρω πώς να βάλω το πόδι μου. Το φοβάμαι. Φοβάμαι να μην πέσω.

Κι αν πέσω;
Όλα θα τελειώσουν;
Κι αν πέσω και δεν τελειώσουν όλα;
Κι αν πέσω και προλάβω να βάλω το χέρι μου; Να κρατηθώ από κάπου;
Υπάρχει κάτι για να κρατηθώ;

Κοιτάζω τριγύρω μου μπας και δω κάτι από το οποίο θα μπορούσα να πιαστώ. Σε περίπτωση που πέσω. Είμαι τόσο σίγουρη ότι θα πέσω. Και φοβάμαι τόσο πολύ να πέσω. Αλλά εγώ εκεί. Να θέλω να ανέβω πάνω στο σκοινί. Να θέλω να φλερτάρω με την ιδέα ότι μπορώ να πέσω.

Να θέλω να φλερτάρω με τον φόβο μου. Να τον πάρω κοντά μου. Τόσο κοντά που να νιώθω την ανάσα του στο πρόσωπο μου. Να θέλω να τον ακουμπήσω. Να νιώσω την υφή του. Να τον ψηλαφίσω, να δω να καταλάβω τι μορφή έχει, ποιό είναι το σχήμα του. Πόσο σκληρό είναι, πόσο εύθραστο είναι. Να δω αν θα πονέσει όταν θα τον ακουμπήσω. Να δω αν πληγώνεται, αν νιώθει, αν έχει κάποια τρωτά σημεία. Να δω πόσο μπορεί να υψωθεί μπροστά μου, πόσο είναι το μπόι του. Πόσο πιο ψηλός από εμένα είναι. Πόσο με καλύπτει, πόσο με σκεπάζει, πόση σκιά μου δημιουργεί όταν είναι μπροστά μου και πίσω μου.

Θέλω να δω αν η ανάσα του είναι ζεστή. Να καταλάβω αν ζει, να καταλάβω αν πεθαίνει. Θέλω να τον φέρω τόσο κοντά μου και να τον γνωρίσω. Θέλω να καταλάβω τι θέλει πια από εμένα. Ή τι θέλω εγώ από αυτόν. Δεν ξέρω ποιός κυνηγάει ποιόν. Μπορεί εγώ αυτόν. Και για κάποιο λόγο είμαι τόσο σίγουρη ότι με το που θα τον ακουμπήσω, θα εξαϋλωθεί. Με το που θα τον ακουμπήσω, θα καταλάβω ότι δεν ανασαίνει. Θα καταλάβω ότι εγώ του δίνω ανάσα. Και θα καταλάβω γιατί εμένα μου κόβεται η ανάσα. Γιατί ώρες ώρες δεν μπορώ να ανασάνω, δεν μου φτάνει ο αέρας.

Θα καταλάβω ότι είναι μια αυταπάτη. Θα καταλάβω ότι το έχω χτίσει τόσο βαθιά, τόσο καλά και γερά, ότι εχω προσπαθήσει τόσο πολύ για να το τελειοποιήσω που θα με πιάσει απόγνωση. Απόγνωση για εμένα. Τι κάνω; Γιατί να το κάνω αυτό στον εαυτό μου;

Θα καταλάβω πως εγώ είμαι το πρόβλημα. Εγώ είμαι ο φόβος. Εγώ είμαι η ζωή. Εγώ είμαι ο θάνατος. Εγώ θέλω να φοβάμαι. Εγώ θέλω να ρισκάρω. Εγώ θέλω να με τρομάζω. Και όταν τα καταλάβω όλα αυτά, τι θα κάνω; Θα ανέβω τελικά στο σκοινί; Δεν θέλω να ανέβω. Καιρό τώρα το ξέρω ότι δεν θέλω να ανέβω. Αλλά ακόμα φλερτάρω με την ιδέα. Πρέπει να μπει ένα τέλος. Πρέπει να βάλω ένα τέλος. Και ενώ το λέω αυτό, παίρνω το πόδι μου από το σκοινί, κατεβαίνω δειλά δειλά, και το κοιτάζω. Και σκέφτομαι πόσο καιρό το έφτιαχνα, πόσο χρόνια το συντηρούσα. Πόσο καιρό το ετοίμαζα. Ίσως να με δυσκολεύει το να το αποχωριστώ.

Χτες με τρόμαξα πολύ. Χτες με αιφνιδίασα. Χτες έγινα ό,τι φοβάμαι, ό,τι μισώ και σιχαίνομαι. Και όλα αυτά ήμουν εγώ. Χτες.

Σήμερα λέω να κόψω το σκοινί. Να κατέβω από τις σκάλες. Να ακουμπήσω τα πόδια μου στο πεζοδρόμιο. Να κάτσω λίγα λεπτά κάτω, να νιώσω το έδαφος. Να κοιτάξω ψηλά και να δω το σκοινί κομμένο, να κρέμεται. Να σηκωθώ, να το πιάσω από την άκρη και να το τραβήξω με ορμή κάτω στο έδαφος. Και μετά να φύγω περπατώντας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: