23.1.19

Πολλοί λένε ότι όταν ο άνθρωπος φτάνει κοντά στον θάνατο, αρχίζει να χαίρεται πολύ με τα μικρά. Ούτως ή άλλως από πιο παλιά αναρωτιόμουν γιατί προηγουμένως να χαίρεται λίγο με τα μεγάλα. Αλλά τώρα για άλλο αναρωτιέμαι. Για ποιόν θάνατο μιλάμε; Γιατί θάνατος δεν είναι μόνο ο βιολογικός. Υπάρχει και ο ψυχικός. Είναι λίγο πιο ήσυχος, λίγο πιο αργός. Λίγο πιο προσεγμένος και διακριτικός. Σε αυτόν τον θάνατο, υπάρχει αυτή η ανάταση; Σε αυτόν τον θάνατο υπάρχει ακόμα η ελπίδα; Ή επιμένει η σκέψη ότι η ελπίδα είναι απλά μια ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη για το αύριο; 

Ξέρεις τι νομίζω; Μετά από κάποιο καιρό αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει χαθεί. Σιγά σιγά κάνεις κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι τη σοβαρότητα. Οπότε συνεχίζει να εξαπλώνεται. Και μεγαλώνει. Και μεγαλώνει. Τόσο που πλέον έχει γίνει η πραγματικότητα σου. Πλέον έχει γίνει εσύ και ο τρόπος που ζεις. Που ζεις aργοπεθαίνοντας μάλλον. Είσαι στο μεταίχμιο καθώς από την μια υπάρχεις, ναι, είσαι βιολογικά ζωντανός και συνήθως υγιής με σωματικούς όρους, αλλά. Αλλά ταυτοχρόνα πεθαίνεις. Πεθαίνεις μέρα με τη μέρα. Σκοτώνεις την κάθε σου μέρα γιατί πλέον δεν σε ενδιαφέρει καμία μέρα. Και ο χρόνος περνάει. Έτσι απλά περνάει. Και δεν σε νοιάζει που περνάει. Και έτσι κατεβαίνεις σιγά σιγά. 

Μέχρι που πιάνεις πάτο. Και εκεί που νιώθεις για πρώτη φορά με το σώμα σου τον πάτο, εκεί που βλέπεις για πρώτη φορά πόσο σκοτεινά είναι εκεί κάτω, εκεί που κοιτάς γύρω σου και καταλαβαίνεις ότι είσαι μόνος σου, στρέφεις το βλέμμα προς τα πάνω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει άλλο κάτω για να κοιτάξεις αλλού. Τώρα μόνο πάνω μπορείς να κοιτάς. Ή μπροστά σου, στον τοίχο. Μέχρι να τρελαθείς. 

Στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω, αναμένεις να δεις την άρχη, την έξοδο. Εξάλλου δεν έχεις που αλλού να πας. Είτε θα μείνεις εκεί στάσιμος, είτε θα κινηθείς, προς τα πάνω όμως αυτή τη φορά. Προσπαθείς να διακρίνεις λίγο φως ή έστω ένα σημάδι που να σου δείχνει ότι κάπου εκεί πρέπει να είναι η έξοδος. Κι όμως, δεν βλέπεις τίποτα. Ούτε φως, ούτε κάποια άλλη ένδειξη. Απελπισία. Απόγνωση. Και κάθεσαι εκεί στον πάτο. 

Και κοιτάς μια τον τοίχο, μια τον πάτο που πατάς. Μια τον τοίχο, μια τον πάτο. Και περνάνε οι μέρες. Και περνάει ο χρόνος. Μέχρι που φτάνει η στιγμή που δεν αντέχεις άλλο να βλέπεις μόνο πάτο, μόνο τοίχο, μόνο πάτο, μόνο τοίχο. Η στιγμή που νιώθεις ότι κουράστηκες πια να μένεις στάσιμη και ακίνητη. Η στιγμή που θες τόσο πολύ να κουνηθείς, να περπατήσεις και σε πιάνει οργή που δεν έχεις χώρο να το κάνεις. 

Και τότε ρίχνεις ένα βλέμμα πάνω. Και σκέφτεσαι ότι ακόμα και αν δεν βλέπεις την διεξόδο, από κάπου μπήκες, άρα από κάπου μπορείς να βγεις. Σκέφτεσαι ότι πλέον δεν έχεις άλλη επιλογή. Στέρεψε και η επιλογή του πάτου, την εξάντλησες. Και αποφασίζεις να αρχίσεις να σκαρφαλώνεις. Ξέρεις πολύ καλά ότι η ανάβαση θα είναι δύσκολη. Ξέρεις πολύ καλά ότι η κατάβαση είναι πιο ύπουλη, γιατί εύκολα γλιστράς. Και αποφασίζεις να ανέβεις. 
Κάθε τραχιά πέτρα και μια δυσκολία. 
Κάθε λεία πέτρα και μια σανίδα σωτηρίας. 
Ή και το αντίστροφο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: